δημιουργήματος

δημιουργήματος
δημιούργημα
a work of art
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • υπαλλαγή — η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω] αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το… …   Dictionary of Greek

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

  • Μενέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την ομηρική παράδοση, ήταν ήρωας και βασιλιάς της Σπάρτης. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ατρέα, σύμφωνα όμως με τη μεταομηρική παράδοση ήταν γιος του Πλεισθένη και, κατά συνέπεια, εγγονός του Ατρέα. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • επεξεργάζομαι — επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος, μτβ., καταγίνομαι στη διόρθωση ή συμπλήρωση δημιουργήματος για την τελειότερη εμφάνισή του, κατεργάζομαι, τελειοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”